βαρῖνος

English (LSJ)

ὁ, v.l. for βάλαγρος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 433] ὁ, ein Fisch, Arist. H. A. 4, 14 l. d.

Greek (Liddell-Scott)

βαρῖνος: ὁ, διάφ. γραφ. ἀντί βάλαγρος.

Russian (Dvoretsky)

βαρῖνος: ὁ Arst. v.l. = βάλαγρος.