βασιλιναῦ

English (LSJ)

barbarism for βασίλιννα (i.e. βασίλεια), Ar.Av.1678.

Spanish (DGE)

(βασῑλῐναῦ)
[[reina deformación por βασίλιννα en boca del tríbalo]], Ar.Au.1678.

German (Pape)

[Seite 437] sagt der Triballer Ar. Av. 1676 für βασίλιννα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βασιλιναῦ, barb. voor βασίλιννα, koningin.

Russian (Dvoretsky)

βᾰσῑλῐναῦ: в произнош. трибалла у Arph. = βασίλιννα.

Greek (Liddell-Scott)

βασῐλῑναῦ: βαρβαρισμὸς ἀντὶ τοῦ βασίλιννα, βασίλειᾰ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1678.

Greek Monotonic

βασῑλῐναῦ: σολοικισμός αντί βασίλιννα, σε Αριστοφ.