βαυκισμός

English (LSJ)

ὁ, kind of dance, Poll.4.100, Hsch.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
un tipo de danza amanerada jón., Amips.33, 34, Poll.4.100, Hsch., Sch.Er.Il.22.391b.

German (Pape)

[Seite 439] ὁ, eine Art Tanz, Poll. 4, 100; nach Hesych. ein ionischer, nach Schol. Il. 22, 391 ἁπαλὴ ὄρχησις.

Greek Monolingual

βαυκισμός, ο (Α) βαυκίζω
ονομασία χορού της διονυσιακής λατρείας.