βελένιον

German (Pape)

[Seite 441] τό, eine Giftpflanze, Arist. Plant. 1, 7.

Greek (Liddell-Scott)

βελένιον: τό, εἶδος φυτοῦ, περὶ οὗ λέγεται ὅτι εἶναι δηλητηριῶδες ἐν Περσίᾳ, ἀβλαβὲς δὲ μεταφυτευόμενον εἰς Αἴγυπτον ἢ Παλαιστίνην, Ἀριστ. Φυτ.1.7, 2.

Russian (Dvoretsky)

βελένιον: τό бот. белений или битон (предполож. дерево Balanites aegypliaca) Arst.