βελονόφυλλος

Greek Monolingual

-η, -ο- (για δέντρο) αυτός που έχει φύλλα όμοια με βελόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βελόνα + φύλλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ν. Κ. Μάκαρο].