βηματιστής

English (LSJ)

βηματιστοῦ, ὁ,
A one who measures by paces, Ath.10.442c.
II quartermaster, SIG303 (Olympia, iv B. C.).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
encargado de medir los caminos, IO 276.3 (IV a.C.), Ath.442b.

German (Pape)

[Seite 442] ὁ, der mit Schritten Abmessende, Ath. X, 442 b.

Greek (Liddell-Scott)

βημᾰτιστής: -οῦ, ὁ, ὁ διὰ βημάτων μετρῶν, Ἀθήν. 442C.

Greek Monolingual

βηματιστής, ο (Α) βηματίζω
αυτός που υπολογίζει μια απόσταση με βήματα.