βιομήχανος
English (LSJ)
βιομήχανον, clever at getting a living, Antipho Soph. 41; of birds, Arist.HA616b17, al.
Spanish (DGE)
-ον
hábil para ganarse el sustento Antipho Soph.B 41
•de aves, Arist.HA 616b17.
German (Pape)
[Seite 445] Betriebsamkeit sich Lebensunterhalt zu verschaffen, Arist. H. A. 9, 15.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βιομήχανος -ον βίος, μηχανή handig in levensonderhoud. Antiphon B 41.
Russian (Dvoretsky)
βιομήχανος: умеющий добывать себе пропитание, трудолюбивый (ὄρνις Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
βιομήχᾰνος: -ον, εὐφυής, ἐπιτήδειος ἐν τῷ πορίζεσθαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 15, 3.
Greek Monolingual
ο (Α βιομήχανος, -ον)
νεοελλ.
ιδιοκτήτης εργοστασίου
αρχ.
έξυπνος στο να πορίζεται, να κερδίζει τα προς το ζην.