βιοποριστέω
Spanish (DGE)
ganarse la vida (γυνή) οὐ μικρὰ βιοποριστοῦσα Aesop.56.1, βιοποριστοῦσι δίκαιοι καὶ ἄδικοι Origenes M.17.129D.
ganarse la vida (γυνή) οὐ μικρὰ βιοποριστοῦσα Aesop.56.1, βιοποριστοῦσι δίκαιοι καὶ ἄδικοι Origenes M.17.129D.