βιότευμα

English (LSJ)

-ατος, τό, manner of life, Soer.Ep.29.

Spanish (DGE)

-ματος, τό modo de vida ἡδύ Socr.Ep.27.3.

German (Pape)

[Seite 445] τό, Lebensart, Epist. Socr. 29.

Greek (Liddell-Scott)

βιότευμα: τό, τρόπος ζωῆς, Ἐπιστ. Σωκρ. 29.