βλεννογόνος
Greek Monolingual
-ο
1. αυτός που εκκρίνει βλέννα («βλεννογόνοι αδένες»)
2. το αρσ. ως ουσ.. βλεννογόνος, ο
επιθηλιακή μεμβράνη που αποτελεί συνέχεια του δέρματος στο επίπεδο των φυσικών στομίων του σώματος, η οποία επενδύει το εσωτερικό των κοιλοτήτων του.