Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
βλυχός
Greek Monolingual
-ή, -ό ο γλυφός. [ΕΤΥΜΟΛ.< (αμάρτ. μτγν.) βλυχός, του οποίου την ύπαρξη πιστοποιεί το επίθ. βλυχώδης (Φίλων Ιουδαίος, 1ος μ.Χ. αιώνας). Από τη λ. βλυχός προέκυψε και το νεοελλ. γλυφός].