γλυφός

From LSJ

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που έχει υφάλμυρη γεύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βλυχός, με τροπή του β- σε γ- και ανομοιωτική τροπή του -χ- σε -φ-].