βοητικός

English (LSJ)

ή, όν, gloss on βοητής, Sch. A.Pers. 575.

Spanish (DGE)

-ή, -όν que chilla glos. a βοᾶτις Sch.A.Pers.575M.

German (Pape)

[Seite 452] schreiend, Sp., z. B. Schol. Aesch. Pers. 567.

Greek (Liddell-Scott)

βοητικός: -ή, -όν, βοῶν, θορυβώδης, Ἀριστ. Κοϊντιλ. 96.

Greek Monolingual

βοητικός, -ή, -όν (Α) βοητής
ο θορυβώδης.