βοθρίζω

English (LSJ)

v. sub βοθρεύω.

Spanish (DGE)

1 medic. perforar, trepanar en v. pas. βεβοθρισμένου τοῦ κρανίου Heliod. en Orib.46.22.16.
2 enterrar en un hoyo, en v. med.-pas. enterrarse ὀρύξας βόθρον ἐβοθρίσθη Rom.Mel.73.κηʹ.8
fig. sumergir, sumir (ὁ διάβολος) κενοδοξίᾳ καὶ γαστριμαργίᾳ βοθρίσας (αὐτούς) sumiéndolos (el diablo) en vanidad y glotonería Cyr.Al.M.77.1089A.

Greek (Liddell-Scott)

βοθρίζω: μέλλ. –ίσω, = τῷ προηγ., Ὀρειβάσ. σ. 117. 8, ἐκδ. Cocch., Ἐκκλ.

German (Pape)

eine Grube graben, Sp.