βοιδάριον

English (LSJ)

τό, Dim. of βοῦς, Ar.Av.585, Fr.82.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
vaquita Ar.Au.585, Fr.83.

German (Pape)

[Seite 452] τό, dim. von βοῦς, Ar. Av. 585.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοιδάριον -ου, τό, demin. van βοῦς, koetje.

Russian (Dvoretsky)

βοιδάριον: τό Arph. = βοΐδιον.

Greek (Liddell-Scott)

βοιδάριον: τό, ὑποκοριστικὸν τοῦ βοῦς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 585, Ἀποσπ. 52.

Greek Monotonic

βοιδάριον: τό, υποκορ. του βοῦς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[Dim. of βοῦς, Ar.]