βολβίον

English (LSJ)

τό, Dim. of βολβός, Hp.Mul.2.196.

Spanish (DGE)

-ου, τό
dim. de βολβός un tipo de cebolleta, Hyacinthus comosus L., Hp.Mul.2.196, Nat.Mul.109a.

German (Pape)

[Seite 452] τό, dim. von βολβός, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

βολβίον: τό, ὑποκορ. τοῦ βολβός, Ἱππ. 669. 53· ― βολβίσκος, ὁ, Ἀνθ. II. 11. 35.