βομβυλίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A = πομφόλυξ, Hsch.
II cf. βομβυλιός 1.2.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
1 entom. ninfa o crisálida de un tipo de gusano de seda, quizá Pachypasa otus Drury, Arist.HA 551b12, Plin.HN 11.76.
2 βομβυλίδας· πομφόλυγας Hsch.

German (Pape)

[Seite 453] ίδος, ἡ, v.l. für βομβύλιος Arist. a. a. O. Bei Hesych. = πομφόλυξ.

Greek (Liddell-Scott)

βομβῠλίς: -ίδος, ἡ, = πομφόλυξ, Ἡσύχ. ΙΙ. πρβλ. βομβυλιὸς 1. 2.

Russian (Dvoretsky)

βομβῠλίς: ίδος ἡ Arst. v.l. = βομβυλιός 2.