βομβών

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, late form for βονβών, Moeris94, Hdn.Gr.1.23, 2.483.

Spanish (DGE)

v. 1 βουβών.

German (Pape)

[Seite 453] ῶνος, ὁ, spätere F. für βουβών, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

βομβών: -ῶνος, ὁ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ βουβών· ὁπόθεν βομβωνάρια, τά, ἀναξυρίδες, βρακία, Ἰω. Μαλαλ. 288. 10 Bonn.

Greek Monolingual

βομβών, ο (AM)
ο βουβών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του βουβών, πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση προς το βόμβος].