βοοκλόπος

English (LSJ)

βοοκλόπον, ox-stealing, Orph.A.1057, Nonn. D. 1.337; cf. βουκλόπος.

German (Pape)

[Seite 453] Ochsen stehlend, Orph. Arg. 1055 Nonn. D. 1, 137.

Greek (Liddell-Scott)

βοοκλόπος: -ον, κλέπτης βοῶν, Ὀρφ. Ἀργ. 1055, Νόνν. Δ. 1. 337.

Greek Monolingual

βοοκλόπος, -ον (AM)
κλέφτης βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -κλοπος < κλοπόςκλέφτης») < κλέπτω.