βοοσκόπος
English (LSJ)
βοοσκόπον, looking after oxen, Nonn. D. 31.225 (βόοσκος, Hsch. may be f.l. for this word).
Spanish (DGE)
-ου boyero Nonn.D.31.225.
German (Pape)
[Seite 453] nach Rindern spähend, Ochsen bewachend, Nonn. D. 20, 84 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
βοοσκόπος: -ον, ὁ ἐπιτηρῶν τοὺς βοῦς, Νόνν. Δ. 31. 225.
Greek Monolingual
βοοσκόπος, -ον (Α)
αυτός που προσέχει τα βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -σκοπος < σκοπός «αυτός που κατοπτεύει, παρατηρεί, παρακολουθεί με προσοχή»].