βορέης

English (Autenrieth)

ᾶο, βορέω: north wind; epithets, αἰθρηγενέτης, αἰθρηγενής, ἀκρᾶής, κραιπνός.—Personified, Boreas; Βορέης (- -) καὶ Ζέφυρος, Ι , Il. 23.195.