βορήϊος

English (LSJ)

v. βόρειος.

Spanish (DGE)

v. βόρειος.

German (Pape)

[Seite 454] ion. = βόρειος; βορηϊάς, βορηΐς, = βορεάς.

French (Bailly abrégé)

ion. c. βόρειος.

Russian (Dvoretsky)

βορήϊος: ион. = βόρειος.