βορεινός

English (LSJ)

βορεινή, βορεινόν, = βόρειος, A.D.Synt.94.15, CPHerm.28.13 (iii A. D.): —also βορινός, ή, όν, POxy.498.8 (ii A. D.): βορρινός, ή, όν, ib.243.21 (i A. D.), etc.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): βορρ- POxy.892.8 (IV d.C.)
• Grafía: graf. βοριν- PFlor.75.5 (IV d.C.), PMasp.87.6 (VI d.C.), βορην- POxy.3195.19 (IV d.C.)
boreal, septentrional, del Norte τὰ βορεινότατα τῶν χωρίων las regiones más al Norte D.Chr.6.33 (cód.), ἐν ... τοῖς βορεινοῖς τόποις de la esfera celeste, Vett.Val.12.12, ὕψος A.D.Synt.94.15, πύλη POxy.892.8 (IV d.C.), αὖραι Ast.Am.Hom.1.5.2, μερίς PFlor.l.c., βορηνῆς πλευρᾶς POxy.3195.19 (IV d.C.), πέτρα PKöln 153.1 (V/VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 454] Sp. = βόρειος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βορεινός, -ή, -όν) Βορέας
ο βόρειος.