βοτάνα

English (Slater)

βοτᾰνα pasture βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε i. e. of the Nemean lion (N. 6.42)

Russian (Dvoretsky)

βοτάνα: ἡ дор. = βοτάνη.