βοτανηφόρος

English (LSJ)

βοτανηφόρον, herb-bearing, Nonn. D.25.526.

Spanish (DGE)

(βοτᾰνηφόρος) -ον que produce hierba de una montaña, Nonn.D.25.526.

German (Pape)

[Seite 454] Gras hervorbringend, ὄρος Nonn. D. 25, 526.

Greek (Liddell-Scott)

βοτᾰνηφόρος: -ον, ὁ φέρων, παράγων βοτάνην, Νόνν. Δ. 25. 520.

Greek Monolingual

βοτανηφόρος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που παράγει βοτάνη.