βοτανώδης
English (LSJ)
βοτανῶδες,
A herbaceous, Ath.2.62d: Comp., Dsc.4.173.
2 rich in herbs, GP.2.46.2.
Spanish (DGE)
-ες
1 de plantas de naturaleza herbácea Dsc.4.173, ἡδύσματα Gal.19.153.
2 de lugares con vegetación, herboso Gal.19.118, γῆ Gp.2.46.2
•subst. τὸ βοτανῶδες especie vegetal Ath.2.62d.
German (Pape)
[Seite 455] ες, krautreich, krautartig, Ath. II, 62 d; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
βοτᾰνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος βοτάνη, Διοσκ. 4. 175: - ἔχων ἀφθονίαν βοτάνης, Γεωπ.
Greek Monolingual
βοτανώδης, -ες (AM) βοτάνη
μσν.
(για τόπο) πλούσιος σε βότανα
αρχ.
όμοιος με χόρτο.