βουβωνοκήλη

English (LSJ)

ἡ, inguinal hernia, Heliod. ap. Orib.48.57.5, Gal.7.730:—hence Adj. βουβωνοκηλικός, ή, όν, suffering from it, Aët.4.26, Paul.Aeg.6.66.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
medic. hernia inguinal (ὄγκος μαλακός) εἰ ... κατὰ τὸν βουβῶνα γένοιτο, καλοῦσι βουβωνοκήλην Gal.7.730, cf. Orib.48.57.5, Aët.4.26 (cód.), Paul.Aeg.6.66.1.

German (Pape)

[Seite 455] ἡ, Leistenbruch, Medic. Davon -κηλικός

Greek (Liddell-Scott)

βουβωνοκήλη: ἡ κήλη (σπάσιμον) περὶ τοὺς βουβῶνας, Ὀρειβ. σ. 112 Mai· τὸ ἐπίθ. -κηλικός, ἡ, όν, ὁ πάσχων ἐξ αὐτῆς Παῦλ. Αἰγ. 6.66, σ. 200.

Greek Monolingual

η (AM βουβωνοκήλη)
κήλη στη βουβωνική χώρα.