βουλόμαχος
English (LSJ)
βουλόμαχον, strife-desiring, Ar.Pax1293 (hex.).
Spanish (DGE)
(βουλόμᾰχος) -ον
belicoso, ἀνήρ en juego de palabras cóm. c. Λάμαχος Ar.Pax 1293.
German (Pape)
[Seite 458] Streit wollend, streitsüchtig, Ar. Pax 1259.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui veut combattre, belliqueux.
Étymologie: βούλομαι, μάχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουλόμαχος -ον βούλομαι, μάχη strijdlustig.
Russian (Dvoretsky)
βουλόμᾰχος: воинственный (ἀνήρ Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
βουλόμᾰχος: -ον, ὁ ἐπιθυμῶν, ἐφιέμενος μάχης, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1293.
Greek Monolingual
βουλόμαχος, -ον (Α)
όποιος επιθυμεί αγώνα ή μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βούλομαι + -μαχος < μάχομαι.
Greek Monotonic
βουλόμᾰχος: -ον (μάχη), αυτός που διψά για μάχη, σε Αριστοφ.