βουνιά

Greek Monolingual

και σβουνιά, η
κοπριά βοδιού ή άλλου μεγάλου ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βουνιά < βουνία < βοωνία < βοών «στάβλος βοδιών», ενώ ο τ. σβουνιά < βουνιά, με σ- προθεματικό].