και σβουνιά, ηκοπριά βοδιού ή άλλου μεγάλου ζώου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βουνιά < βουνία < βοωνία < βοών «στάβλος βοδιών», ενώ ο τ. σβουνιά < βουνιά, με σ- προθεματικό].