Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
η, Νη βουνιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < βουνιά (< βοῦς «βόδι») με προθετικό σ- (πρβλ. κόνις > σκόνη)].