βοϊδομάτης

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ισσα και -α, ουδ. -άτικο)
1. όποιος έχει μεγάλα μάτια σαν του βοδιού
2. σταφύλι με μεγάλες μαύρες ρόγες.