v. βοεικός. Adv. βοϊκῶς Porph.Abst.3.3.
v. βοεικός.
[Seite 452] = βοεικός. von den Gramm. verworfen, ooch bei Sp., wie Dion. Hal. 8, 87 vorkommend; vgl. B. A. 1354.
βοϊκός: ἴδε ἐν λ. βοεικός. ― Ἐπίρρ. –κῶς Πορφ. Ἀποχ. 3. 3.
βοϊκός: Diod. = βοεικός.