βοεικός
English (LSJ)
βοεική, βοεικόν, (βοῦς) = βόειος, of oxen or for oxen, ζεύγη βοεικά wagons drawn by oxen, Th.4.128, X.An.7.5.2, cf. Ar.Fr.109; κρέας βοεικόν Poll.6.55:—the form βοϊκός, freq. in codd. as in D.H.8.87, is censured by Hdn.Gr.2.416, but cf. ἱερεῖον βοϊκόν Milet.1(7).203a (i B. C.); θυσία βοϊκή Inscr.Prien. 112.109 (i B. C.); βοϊκά, = oxen, GDI1158 (Elis); β. κτήνη BGU1189.12 (i A. D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): βοϊκός Hero Def.135.5, D.H.8.87, Milet 1(7).203a.29 (II a.C.), IPr.112.109 (I a.C.), BGU 1189.12 (I a.C.), Gal.14.366, 12.127, Porph.Abst.3.3; βοειακ- EM 254.45G.
I 1de buey, de bovino o vacuno, de vaca(s) ζεύγη ... βοεικά carros tirados por bueyes Th.4.128, X.An.7.5.2, D.H.l.c., cf. Ar.Fr.111, PThead.6.10 (IV d.C.), cf. EM l.c., Ἀρχιμήδους β. πρόβλημα el problema de las vacas de Arquímedes problema de logística planteado a Eratóstenes, Hero l.c., κρέας β. Poll.6.55, θυσία β. IPr.l.c., ἱερεῖον β. Milet l.c., βοϊκὴ ἅμιλλα Ael.NA 15.24, βόλβιτα βοϊκά Gal.14.366, βοϊκὰ κτήνη BGU l.c., cf. A.D.Adu.166.29, Sch.D.T.371.4.
2 subst. τὸ βοεικόν = mugido Pherecr.233.
3 bot. σμύρνα βοϊκή un tipo de mirra Gal.12.127.
II adv. βοεικῶς = a la manera de las vacas φωνηθῆναι Porph.l.c.
German (Pape)
[Seite 451] von Rindern, ζεύγη, Ochsengespann, Thuc. 4, 128; Xen. An. 7, 5, 2; τὸ βοεικόν, Rindfleisch, Poll. 6, 55.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de bœuf ; ζεύγη βοεικά, attelages de bœufs.
Étymologie: βοῦς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοεικός -ή -όν βοῦς van een rund, runder-.
Russian (Dvoretsky)
βοεικός: бычачий, воловий: ζεύγη βοεικά Thuc., Xen. повозки, запряженные волами.
Middle Liddell
= βόειος,] βοῦς
of or for oxen, ζεύγη β. wagons drawn by oxen, Thuc., Xen.
Greek Monolingual
βοεικός και βοϊκός, -ή, -όν (Α)
ο βόειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βοεικός < βόειος, με -επίθημα -κ- κατά τα επίθετα σε -κός (ιππικός), ενω ο μτγν. τ. βοϊκός < βους (βοός)].
Greek Monotonic
βοεικός: -ή, -όν (βοῦς), βόειος, αυτός που ανήκει, προορίζεται ή είναι κατάλληλος για βόδια· ζεύγη βοεικά, κάρα - άμαξες που σύρονται από βόδια, σε Θουκ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
βοεικός: -ή, -όν, (βοῦς) = βόειος, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς βοῦς, ζεύγη β., ἅμαξαι συρόμεναι ὑπὸ βοῶν, Θουκ. 4. 128. Ξεν, Ἀν. 7. 5. 2, πρβλ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163. Ὁ τύπος βοϊκός, συχνὸς ἐν χείροσι χφοις (ἴδε Διον, Ἁλ. 8. 87), κατακρίνεται ὑπὸ Ἡρῳδιαν. ἐν Α. Β. 1354.