βράστης

English (LSJ)

βράστου, ὁ, (βράσσω) of an earthquake, upheaving the earth verlically, Arist.Mu.396a3.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 terremoto vertical τῶν δὲ σεισμῶν ... οἱ δὲ ἄνω ῥιπτοῦντες καὶ κάτω κατ' ὀρθὰς γωνίας βράσται Arist.Mu.396a3, cf. Lyd.Ost.53.
2 aventador dud. en PMich.Zen.53.6 (III a.C.).

German (Pape)

[Seite 461] ὁ, Erschütterung, eine Art Erdbeben, οἱ ἄνω ῥιπτοῦντες καὶ κάτω κατ' ὀρθὰς γωνίας Arist. mund. 4.

Russian (Dvoretsky)

βράστης: ου ὁ вертикальное землетрясение (οἱ ἄνω ῥιπτοῦντες καὶ κάτω βράσται Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

βράστης: [ᾰ], -ου, ὁ, (βράσσω) ἐπὶ σεισμοῦ, ὁ ἀνασείων τὴν γῆν καθέτως ἐκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω, Ἀριστ. π. Κοσμ. 4, 30· πρβλ. βρασματίας.

Greek Monolingual

βράστης, ο (Α) βράσσω
σεισμός με κατακόρυφες δονήσεις.