βράσσω
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
Att. βράττω, aor.
A ἔβρᾰσα Hp.Ep.23, etc.:—Pass., aor. ἐβράσθην Aret.SA1.5: pf. βέβρασμαι (v. infr.):—shake violently, throw up, of the sea, σκολόπενδραν… ἔβρασ' ἐπὶ σκοπέλους AP6.222 (Theodorid.); τὸν πρέσβυν… ἔβρασε… εἰς ἠϊόνα ib.7.294 (Tull.Laur.): —Pass., ὀστέα… βέβρασται… τῇδε παρ' ἠϊόνι ib.288 (Antip.), cf. Opp. H.1.779; boil, of surf, A.R.2.323, Opp.H.3.476; β. ὑπὸ γέλωτος shake with laughter, Luc.Eun.12.
2 winnow grain, Ar.Fr.271, Pl.Sph.226b.
3 abs., = βράζω, boil, interpol. in Gp.7.15.20; dub. sens. in Hp. l.c.
4 βράττειν· πληθύνειν, βαρύνειν, Hsch.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [aor. ἔβρασε Nic.Al.25, part. βράσασα Hp.Ep.23, pas. subj. βρασθῇ Aret.SA 1.5.7; perf. pas. βέβρασται AP 7.288 (Antip.Thess.), part. βεβρασμένων Hsch.]
I intr.
1 de líquidos hervir, ebullir, borbotar μυχοῖσιν ἰσχίων βράσασα σὰρξ ... ἐκ δὲ πλήθους ἐκχέουσα (en el proceso fisiológico de la licuefacción de la carne por causa del calor innato), Hp.Ep.23, οἶνος Gp.7.15.20, cf. Hsch.
•frec. en v. med.-pas. mismo sent. ἁλὸς κορθύεται ὕδωρ βρασσόμενον A.R.2.323, cf. Opp.H.2.637, 3.476, (ἡ κοίλη φλέψ) Gal.5.563, τὰ ἔνδον τοῦ θώρηκος Aret.l.c.
2 fig. de anim. removerse con agitación, rebullir ὑπὸ οὔθατα μόσχος βράσσει Nic.Al.358
•en v. med.-pas. sacudirse γέλωτι σφοδρῷ ... βρασσόμενον sacudido por las carcajadas D.Chr.32.29, γῆς βρασσομένης Gr.Naz.M.35.741C, cf. Luc.Eun.12, Hsch.
II tr.
1 expulsar, lanzar violentamente ἔβρασεν ... νηδὺς πνεύματα Nic.Al.25, cf. 137, σκολόπενδραν ... πόντος ... ἔβρασ' ἐπὶ σκοπέλους AP 6.222 (Theodorid.), (θάλασσα) τὸν πρέσβυν ... ἔβρασε δ' ἐς κροκάλην πρώιον ἠιόνος AP 7.294 (Tull.Laur.), en v. pas. εὖτε ... ἐν δίνῃσι ... θαλάσσης βράσσηται πάμφυρτος ἀφυσγετός Opp.H.1.779, cf. AP l.c.
2 aventar el grano, Ar.Fr.282, Pl.Sph.226b, πολὺν ἔβρασεν ἄντλον AP 6.258 (Adaeus).
3 βράττειν· πληθύνειν, βαρύνειν Hsch.
• Etimología: Seguramente de origen onomat. o imitativo. Se ha rel. let. murdêt, lituan. murdýnas ‘hervir a borbotones’.
German (Pape)
[Seite 461] od. βράττω, = βράζω, w. m. s. att. βράττω, so Plat. Soph. 226 b; Ar. bei Poll. 7, 24; fut. βράσω; 1) sieden, aufbrausen, bes. vom Meere, auswerfen, τί Theodorid. 1 (VI, 222); τινὰ εἰς ἠϊόνα Tull. Laur. 2 (VII, 294); ὀστέα βέβρασται Ant. Th. 61 (VII, 288); vgl. Nic. Al. 25. 359; ὕδωρ βρασσόμενον, aufsiedendes Wasser, Ap. Rh. 2, 323; so θάλασσα Opp. H. 2, 637, in heftige Bewegung gesetzt; ὑπὸ γέλωτος βράσσεσθαι Luc. Eun. 12. – Hierher zog Aristarch die Stelle Iliad. 10, 226 βράσσων νόος, welches βράσσων er = βρασσόμενος, d. i. ταρασσόμενος nahm; s. über die Homerische Enallage der Genera des Verbs Friedlaender Aristonic. p. 2 sqq., und vgl. unter βραδύς, βραχύς und βράσσων. – 2) vom Getreide, worfeln, nach Plat. Tim. ἀνακινεῖν ὥσπερ οἱ τὸν σῖτον καθαίροντες; s. Soph. 152 e; Geop.; vgl. ἔβρασεν Add. 1 (VI, 258). – 3) nach Poll. 5, 88 brummen, vom Bären.
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἔβρασα;
Pass. ao. ἐβράσθην, pf. βέβρασμαι;
vanner ; p. ext. secouer, agiter, remuer.
Étymologie: DELG pas d'étym. sûre.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βράσσω in hevige beweging brengen:; σκολόπενδραν... πόντος... ἔβρασ’ ἐπὶ σκοπέλους de zee smakte de scolopendra (een zeemonster) op de rotsige kust AP 6.222.2; ook pass.. βρασσόμενος ὑπ’ αὐτοῦ (nl. γέλωτος) schuddend van het lachen Luc. 47.12.
Russian (Dvoretsky)
βράσσω: атт. βράττω
1 встряхивать, провеивать (β. καὶ διακρίνειν Plat.): ὑπὸ γέλωτος βράσσεσθαι Luc. трястись от смеха;
2 выбрасывать, швырять (πόντος ἔβρασέ τινα ἐπὶ σκοπέλους, ὀστέα βέβρασται παρ᾽ ἠϊόνι Anth.).
Frisk Etymological English
βράζω
Grammatical information: v.
Meaning: shake violently, agitate, boil (up), winnow (Ar.).
Other forms: Att. βράττω, also ἐκ-βρήσσω (Gal.), aor. βράσαι, ἐβράσθην, fut. βράσω, perf. βέβρασμαι. βράζειν be boiling τὸ ἡσυχῃ̃ ὀδύρεσθαι H.
Derivatives: βρασμός boiling, βράσμα id., βρασματίας upheaving (Posidon. a. o.; cf. μυκητίας σεισμός, σεισματίας Chantr. Form. 94f.), βράσις boiling (Orib.). - βράστης m. earthquake (Arist.), βραστήρ winnowing-fan (Gloss.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Bezzenberger BB 27, 152f. connected Latv. murdēt boil up, Lith. mùrdau, mùrdyti etwas im Wasser usw. rüttelnd behandeln. Uncertain.
Middle Liddell
1. to shake violently, throw up, of the sea, Anth.
2. to winnow grain, Plat.
Greek Monolingual
βράσσω και βράττω (Α)
1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή
2. λιχνίζω
3. βράζω
4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» — χτυπιέμαι στα γέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ. murdet «κοχλάζω», λιθ. murdynas» «πηγή», murdyti «ταράσσω το νερό» κ.λπ.
ΠΑΡ. βράση (-ις) «βρασμός, βραστήρας (Α βραστήρ)
αρχ.
βρασματίας, βρασματώδης, βρασμώδης, βράστης
μσν.
βράσμα
μσν.- νεοελλ.
βράστη, βραστός
νεοελλ.
βρασιά, βράσιμο, βραστάρι, βραστερός.
ΣΥΝΘ. αναβράζω, εκβράζω
αρχ.
εκβράζω, εκβράσσω, εμβράσσω, καταβράζω, ολιβράζω, προσβράσσω, υπερβράζω
νεοελλ.
αποβράζω, καλοβράζω, κουφοβράζω, κρυφοβράζω, μισοβράζω, νεροβράζω, ξαναβράζω, ξεβράζω, παραβράζω, σιγοβράζω].
Greek Monotonic
βράσσω: Αττ. -ττω, αόρ. αʹ ἔβρασα — Παθ. αόρ. αʹ ἐβράσθην, παρακ. βέβρασμαι,
1. κουνώ με δύναμη, σείω βίαια, ρίχνω επάνω, εκτινάσσω· για τη θάλασσα, βγάζω, ξεβράζω σε Ανθ.
2. λιχνίζω σιτηρά (διαχωρίζω δηλ. το σιτάρι απ' το άχυρο), σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
βράσσω: Ἀττ. –ττω: ἀόρ. ἔβρᾰσα: -Παθ. ἀόρ. ἐβράσθην Ἀρετ. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5· πρκμ. βέβρασμαι· πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, ἐκ-βράσσω. Βιαίως σείω, ῥίπτω ἐπάνω, «βγάζω», ἐπὶ τῆς θαλάσσης, σκολόπενδραν … ἔβρασ’ ἐπὶ … σκοπέλους Ἀνθ. Π. 6, 222· τὸν πρέσβυν ... ἔβρασε ... εἰς ἠϊόνα αὐτόθι 7. 294. –Παθ., ὀστέα … βέβρασται … τῇδε παρ’ ἠϊόνι αὐτόθι 288. 2) λικμίζω σῖτον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 267, Πλάτ. Σοφ. 226B· -βραστέον Γεωπ. 3. 7, 1. ΙΙ. ἀπολ. ὡς τὸ βράζω, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 323, Ὀππ. Ἁλ. 2. 637. –Παθ., βράσσομαι ὑπὸ γέλωτος, σείομαι ἐκ τοῦ γέλωτος, «σκάνω ἀπὸ τὰ γέλοια», Λουκ. Εὐν. 12. (Τὸ β πιθανῶς παριστᾷ ϝ, ὡς φαίνεται ἐν τῇ Σλαυϊκῇ λέξει vrěti (fervere), Λεττ. virti (coquere), κτλ.).
Frisk Etymology German
βράσσω: βράζω,
{brássō}
Forms: att. βράττω, auch ἐκβρήσσω (Gal.), Aor. βράσαι, ἐβράσθην, Fut. βράσω, Perf. βέβρασμαι
Grammar: v.
Meaning: ‘aufschütteln, werfen, worfeln; aufsprudeln, sieden’ (ion. att.).
Derivative: Davon βρασμός das Aufschütteln, Erdbeben, βράσμα das Aufschütteln, Sieden mit βρασματίας Art Erdbeben (Posidon. u. a.; vgl. μυκητίας σεισμός, σεισματίας usw. bei Chantraine Formation 94f.), βράσις das Sieden (Orib.); — βράστης m. Aufschuttler (vom Erdbeben, Arist.), βραστήρ Getreideschwinge (Gloss.).
Etymology: Von Bezzenberger BB 27, 152f. mit lett. murdēt aufsprudeln, lit. murdýnas quellige Stelle im Boden, mùrdau, mùrdyti ‘etwas im Wasser usw. rüttelnd behandeln’ verglichen. — Der Vokalismus ist mehrdeutig.
Page 1,263
Mantoulidis Etymological
(=βράζω, κοχλάζω). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: βράσις, βρασμός, βρασμώδης, βράσμα, βρασματώδης, βράστης, βραστικός, βραστέον.