βρίμημα

English (LSJ)

-ατος, τό, = βρίμη, prob. l. APl.4.103 (Gem.), cf. Hsch.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ῑ-]
1 poder, fuerza ποῦ σοβαρὸν β.; AP 16.103 (Tull.Gem.).
2 increpación Hsch., Anecd.Ludw.11.10.

German (Pape)

[Seite 464] τό, = βρίμη, Gem. 4 (Plan. 103), Emend. von Ruhnk.

Greek (Liddell-Scott)

βρίμημα: [ῑ], ατος, το, =βρίμη, πιθ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Πλαν. 4. 103.