Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Menander, Monostichoi, 560Spanish > Greek
διάτασις, ἐνδέχομαι, ἐνέργεια, ἐνέργημα, δραστικός, δραστηρία, τὸ ἐνδύναμον, δύνασις, δύναμις, βάρος, δυνάζω, βρίμημα, ἔνω, ἀποσυστατικόν, βρίμη, δυναστεία, δυνατός, ἀρχή, ἐντολικός, ἀναξία, δύναμαι, δυναστεύω