βραδυθάνατος
English (LSJ)
[θᾰ], ον, dying slowly, Gal.16.631.
Spanish (DGE)
-ον de muerte lenta glos. a δυσθάνατοι Gal.16.631.
German (Pape)
[Seite 461] = δυσθάνατος, Gal.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδυθάνατος: -ον, = δυσθάνατος, Γαλην. 8, 738.
Greek Monolingual
βραδυθάνατος, -ον (Α)
αυτός που ψυχορραγεί επί μακρό χρόνο.