βραδύγλωσσος

English (LSJ)

Att. βραδύγλωττος, ον, slow of tongue, LXX Ex.4.10, Cat.Cod.Astr.2.167, Ps.-Luc.Philopatr.13.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): át. -ττος
tardo de palabra de Moisés, LXX Ex.4.10, 1Ep.Clem.17.5, Amph.Seleuc.235, Bas.Sel.Pasch.2.15, cf. Cat.Cod.Astr.2.167, Vett.Val.375.25.

German (Pape)

[Seite 460] von langsamer Zunge, Sprache, LXX.; Luc. Philop. 13.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραδύγλωσσος -ον βραδύς, γλῶσσα langzaam sprekend.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰδύγλωσσος: медленно или с трудом говорящий, заикающийся Luc.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰδύγλωσσος: Ἀττ. –ττος, ον, ὁ βραδέως ἢ μὲ δυσκολίαν ὁμιλῶν, Ἑβδ. (Ἔξοδ. δ΄, 10).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βραδύγλωσσος, -ον, Α και βραδύγλωττος, αττ. τ.)
αυτός που μιλάει με δυσκολία.