βραχείς

English (LSJ)

εῖσα, έν, v. βρέχω.

Spanish (DGE)

v. βρέχω.

French (Bailly abrégé)

εῖσα, έν;
ao.2 Pass. de βρέχω.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχείς: εῖσα, έν, ἴδε ἐν λ. βρέχω.

Greek Monotonic

βρᾰχείς: μτχ. Παθ. αορ. βʹ του βρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραχείς -εῖσα -έν ptc. aor. pass. van βρέχω.