βραχιονιστήρας

Greek Monolingual

ο (Α βραχιονιστήρ)
νεοελλ.
βραχίων
1. τμήμα πανοπλίας, το οποίο καλύπτει τον βραχίονα
2. περιβραχιόνιο
αρχ.
βραχιόλι.