βραχύσωμος

Spanish (DGE)

-ον
de cuerpo corto, bajo de estatura, ref. los pigmeos, Eust.372.23.

Greek Monolingual

-η, -ο
χαμηλού αναστήματος, κοντός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύ ς + -σωμος < σώμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία].