βραχύωτος

English (LSJ)

βραχύωτον, (οὖς) with short handles, κώθων Henioch.1.

Spanish (DGE)

(βρᾰχύωτος) -ον de asas pequeñas κώθων Henioch.1.2.

German (Pape)

[Seite 463] κώθων, kurzhenklig, Henioch. com. Ath. XI, 483 e.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχύωτος: -ον, (οὖς) ὁ ἔχων βραχείας, κοντὰς λαβάς, κώθων Ἡνίοχ. Γοργ. 1.