βρογχία

English (LSJ)

Ion. βρογχίη, ἡ, imaginary system of ducts connecting heart with liver, Hp.Anat. 1.

Spanish (DGE)

βρόγχια, -ων, τά
• Alolema(s): βρογχία Gal.13.2, 107, Ruf.Anat.27
• Morfología: dat. plu. βρόγχοις Gal.15.494; cf. tb. βράγχιον
anat.
1 conductos bronquiales ἐν τοῖσι βρογχίοισι τοῦ πνεύμονος Hp.Acut.17, cf. Gal.13.2, 107, 15.494, 19.115, Ruf.Anat.25, 27.
2 anillos cartilaginosos de la tráquea ὧδε μὲν ἔχει φύσεως ἡ ἀρτηρία τοῦ πνεύμονος ἡ ἐκ τῶν βρογχίων συγκειμένη Gal.3.535.
3 conductos que atraviesan el etmoides διὰ τῶν βρογχίων ξηρῶν ἐόντων Hp.Carn.16.

Greek (Liddell-Scott)

βρογχία: ἡ, ἡ τραχεῖα άρτηρία, Ἱππ. 916Α.

Greek Monolingual

βρογχία, η (Α) βρόγχος
η τραχεία αρτηρία.