βροντόκραυγος

Greek Monolingual

-η, -ο
με βροντερό ήχο («των βροντόκραυγων αρμάτων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροντή + κραυγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Διονύσιο Σολωμό].