βροντώδης

English (LSJ)

βροντῶδες,
A like thunder, thundering, κτύποι Agath.5.8, cf. Lyd. Ost.42, al., Sch.Ar.Ra.826.
II charged with thunder, Vett.Val. 14.17, Ptol. Tetr.94.

Spanish (DGE)

-ες
de naturaleza tormentosa βροντώδη καὶ θυελλώδη ... τὸν ἀέρα Lyd.Ost.42, Κριός Vett.Val.6.1, cf. 14.2, Ptol.Tetr.2.12.2
ref. al sonido semejante al trueno, atronador κτύποι Agath.5.8.4, λίθοι Paul.Sil.Therm.Pyth.M.86.2264
subst. τὸ βροντῶδες τῶν ῥημάτων Sch.Ar.Ra.814.

German (Pape)

[Seite 465] ες, donnerähnlich, donnernd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βροντώδης: -ες, (εἶδος) βροντῇ ὅμοιος, βροντερός, Παῦλ. Σιλ. 74. 51.

Greek Monolingual

-ες (Μ βροντώδης, -ες) βροντή
βροντερός.