βροτοσώστης

Greek (Liddell-Scott)

βροτοσώστης: ὁ, σωτὴρ τῶν ἀνθρώπων, Πτωχοπρόδρ. (Rev. Arch. 1874, σ. 376).

Greek Monolingual

βροτοσώστης, ο (Μ)
ο σωτήρας των ανθρώπων, ο Χριστός.