Χριστός

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

English (Abbott-Smith)

χριστός (Χρ-), -ή, -όν (< χρίω), [in LXX for מָשִׁיחַ and cogn. forms;]
1.1. as adj.,
(a)of things, anointing, to be used as ointment (Æsch., Eur., al.; τ. ἔλαιον τὸ χ., Le 21:10);
(b)of persons, anointed (ὁ ἰερεὺς ὁ χ., Le 4:5; οἱ χ. ἰευρεῖς, II Mac 1:10): ὁ χ. τοῦ κυρίου or Θεοῦ (I Ki 2:10, Ps 2:2, al.), of the Messiah (Aram., מְשִׁיחָא; cf. Dalman, Words, 289 ff.), Lk 2:11, 26 Jo 1:41, Ac 2:36 4:26, al.
2.As subst., ὁ Χριστός, the Messiah, the Christ: Mt 2:4, Mk 8:29, Lk 2:11, Jo 1:20, Ac 2:31, Ro 7:4, al.; Ἰησοῦς, Mk 1:1, Jo 1:17, Ac 2:38, al.; Χ. Ἰησοῦς, Mt 1:18, WH, mg.Ac 5:42, Ro 6:3, al.; Χ. κύριος, Lk 2:11; Ἰησοῦς Χ. ὁ κύριος, Ac 15:26, Ro 1:7, al.

English (Strong)

from χρίω; anointed, i.e. the Messiah, an epithet of Jesus: Christ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
εκκλ. μετάφραση στα ελληνικά της εβραϊκής λέξης Μασιάχ, που σημαίνει Μεσσίας και έχει συνδεθεί με το όνομα Ιησούς για να δηλώσει τη θεανθρώπινη φύση του κεχρισμένου από τον θεό στο έργο της θείας οικονομίας για τη λύτρωση του ανθρώπινου γένους, ο θεάνθρωπος
νεοελλ.
φρ. α) «Χριστού γέννηση»
εκκλ. τα Χριστούγεννα
β) «Χριστού εορτές»
εκκλ. οι αφιερωμένες στον Χριστό δεσποτικές εορτές της Εκκλησίας
γ) «του Χριστού» ή, απλώς, «Χριστού» — η γιορτή τών Χριστουγέννων
δ) «τράβηξα τα πάθη του Χριστού»
μτφ. ταλαιπωρήθηκα πολύ
ε) «τον έκανα Χριστό»
μτφ. έπεσα στα γόνατα του, τον ικέτευσα
στ) «Χριστός κι απόστολος
(ως αποτρεπτική ευχή) να φυλάξει ο θεός!
νεοελλ.-μσν.
φρ. «Χριστός πάσχων»
φιλολ. τίτλος του μοναδικού βυζαντινού δράματος που έχει διασωθεί και το οποίο είναι συρραφή στίχων αρχαίων ελληνικών ποιητικών έργων, με αντικατάσταση όμως τών γεγονότων και τών προσώπων από χριστιανικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. επίθ. χριστός «αυτός που έχει το χρίσμα, κεχρισμένος, εκλεκτός του θεού, ενάρετος»].

Russian (Dvoretsky)

Χριστός: ὁ Христос, «Помазанник» NT, Anth.

Chinese

原文音譯:CristÒj 赫里士拖士
詞類次數:名詞(569)
原文字根:(受)膏(的) 相當於: (מָשִׁיחַ‎)
字義溯源:基督,受膏者,受膏的;源自(χρίω)*=塗抹)。在舊約,受膏的這字包含四個意思:
1)分別出來歸於神
2)由神授權認定
3)能成為聖的
4)要來的拯救者。現在來到新約,耶穌就是那所應許要來的受膏者;耶穌基督這名就是表明耶穌是基督,是那受膏者,是那彌賽亞。基督這編號使用了五百餘次,除約翰三書外,新約廿六卷書都用過這編號,保羅的13封書信中使用這編號佔了百分七十。主耶穌的完整稱呼,乃是:主耶穌基督( 啓22:21;和合本只譯:主耶穌,而欽定本則譯為:主耶穌基督)。基督徒,就是得蒙救贖的信徒,承認耶穌是基督
出現次數:總共(537);太(16);可(7);路(12);約(20);徒(26);羅(66);林前(64);林後(48);加(39);弗(46);腓(38);西(25);帖前(10);帖後(10);提前(15);提後(13);多(4);門(8);來(12);雅(2);彼前(22);彼後(8);約壹(8);約貳(4);猶(6);啓(8)
譯字彙編
1) 基督(479)數量太多,不能盡錄;
2) 基督的(47) 太1:1; 太1:16; 可9:41; 徒16:18; 羅3:22; 羅8:9; 羅10:17; 林前1:1; 林前1:12; 林前2:16; 林前4:1; 林前6:15; 林前7:22; 林前9:21; 林前11:1; 林前12:27; 林後2:15; 林後3:3; 林後8:23; 林後11:10; 林後11:13; 林後11:23; 加1:6; 加1:10; 加1:12; 加3:22; 弗1:3; 弗5:21; 弗6:6; 腓1:10; 腓2:16; 腓2:21; 腓3:9; 帖前2:6; 多1:1; 雅1:1; 彼前1:1; 彼前1:2; 彼前1:19; 彼前3:21; 彼前4:14; 彼後1:1; 彼後1:1; 彼後1:11; 彼後3:18; 猶1:1; 啓1:1;
3) 屬基督的(3) 林前3:23; 林前15:23; 林後10:7;
4) 屬於基督(1) 加3:29;
5) 基督之(1) 腓1:19;
6) 使基督(1) 腓1:20;
7) 屬基督(1) 林後10:7;
8) 與基督(1) 羅8:17;
9) 基督阿(1) 太26:68;
10) 受膏者(1) 徒4:26;
11) 叫基督(1) 羅8:11

Translations

Albanian: Krisht; Arabic: الْمَسِيح‎; Aramaic Hebrew: מְשִׁיחָא‎; Syriac: ܡܫܺܝܚܳܐ‎; Armenian: Քրիստոս; Old Armenian: Քրիստոս; Azerbaijani: Məsih; Belarusian: Хрысто́с; Bengali: খ্রীষ্ট; Bulgarian: Христо́с; Burmese: ခရစ်တော်, ခရစ်; Catalan: Crist; Chinese Cantonese: 基督; Dungan: Җидў; Hakka: 基督; Mandarin: 基督; Min Nan: 基督; Wu: 基督; Coptic: ⲭⲣⲓⲥⲧⲟⲥ, ⲡⲭⲥ; Cornish: Cryst; Czech: Kristus; Danish: Kristus; Dutch: Christus; Esperanto: Kristo; Faroese: Kristus, Kristur; Finnish: Kristus; French: Christ; Galician: Cristo; Georgian: ქრისტე; German: Christus; Gothic: 𐍇𐍂𐌹𐍃𐍄𐌿𐍃; Greek: Χριστός; Ancient Greek: Χριστός; Haitian Creole: Kris; Hebrew: הַמָּשִׁיחַ‎; Hindi: मसीह, मसीहा, क्राइस्ट; Hungarian: Krisztus; Icelandic: Kristur; Indonesian: Kristus, al-Masih, diurapi; Irish: Críost; Italian: Cristo; Japanese: キリスト), ハリストス; Kaonde: Kilishitu; Kazakh: Мәсих; Khmer: ព្រះយេស៊ូ, គ្រិស្ត; Korean: 그리스도, 기독; Kurdish Northern Kurdish: Mesîh; Kyrgyz: Христос; Lao: ຄຣິດ, ພະຄິດ, ຄິດ, ກຣິສຕ໌, ພຣະຄຣິດ; Latin: Christus; Latvian: Kristus; Limburgish: Kèrstös; Lithuanian: Kristus; Macedonian: Христос; Malay: Kristus, al-Masih; Maltese: Kristu; Manchu: ᡥᡝᡵᡳᠰᡨᠣᠰ; Manx: Creest; Marathi: ख्रिस्त; Mongolian Cyrillic: Христос; Uyghurjin: ᠾᠷᠢᠰᠲ᠋ᠦᠰ; Nepali: क्राइस्ट; Norman: Christ; Norwegian: Kristus; Old Church Slavonic Cyrillic: Хрїстъ; Old English: Crist; Old Irish: Críst; Old Norse: Kristr; Old Occitan: Xrist; Pashto: مسيح‎; Persian: مسیح‎, کرسطوس‎; Polish: Chrystus; Portuguese: Cristo; Romanian: Hristos; Russian: Христо́с; Scottish Gaelic: Crìosd; Serbo-Croatian Cyrillic: Христ, Хри̏стос; Roman: Hrist, Hrȉstos; Sinhalese: ක්රිස්තුස්; Slovak: Kristus; Slovene: Krístus; Spanish: Cristo, Jesucristo; Swahili: Kristo; Swedish: Kristus; Tagalog: Kristo; Tajik: Масеҳ; Telugu: క్రీస్తు; Tamil: கிறிஸ்து; Thai: คริสต์; Turkish: İsa, İsa Mesih, Mesih; Turkmen: Isa, Hristos, Mesih; Ukrainian: Христо́с; Urdu: مسیح‎; Uyghur: خرىستوس‎, مەسىھ‎; Uzbek: Xristos, Masih; Vietnamese: Chúa Kitô, Chúa Ki-tô, Chúa Cơ Đốc, Cơ đốc; Welsh: Crist; Yup'ik: Ciissussaq, Kelistussaaq