βροτόγηρυς

English (LSJ)

υ, with human voice, ψιττακός ib.9.562 (Crin.).

Spanish (DGE)

de voz humana de un loro AP 9.562 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 465] ψιττακός, mit menschlicher Stimme, Crinag. 27 (IX, 562).

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. υος;
à voix d'homme (perroquet).
Étymologie: βροτός, γῆρυς.

Russian (Dvoretsky)

βροτόγηρυς: υ, gen. υος обладающий человеческим голосом (ψιττακός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

βροτόγηρυς: υ, ὁ ἀνθρωπίνην ἔχων φωνήν, ψιττακὸς Ἀνθ. Π. 9. 562.

Greek Monolingual

βροτόγηρυς, -υ (Α)
(για τον παπαγάλο) αυτός που έχει ανθρώπινη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + γήρυς «φωνή»].

Greek Monotonic

βροτόγηρυς: -υ, αυτός που έχει ανθρώπινη φωνή, σε Ανθ.

Middle Liddell

with human voice, Anth.