γήρυς

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

γῆρυς και γᾱρυς (-υος), η (Α)
1. φωνή, λαλιά, λόγος
2. φωνή που εκφράζει πάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, με βασική σημασία «φωνή» (από ινδοευρ. ρίζα ğar - «φωνάζω, κραυγάζω») απ' όπου μετά η σημασία «λαλιά, λόγος». Συσχετίζεται επίσης με τη γλώσσα του Ησύχ. «γαρριώμεθα
λοιδορούμεθα» και το λατ. garrio «φλυαρώ», ηχομιμητικές λέξεις με εκφραστικό αναδιπλασιασμό].